- μάγκικα
- τα1) хулиганские выходки; 2) плутни
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Mangas — This article is about the social group in the Belle Époque era. For Japanese comics, see manga. For the district of the Ancash Region in Peru, see Mangas District. Manges (Greek: μάγκες [ˈma(ɲ)ɟes], sing.: μάγκας mangas [ˈma(ŋ)ɡas]) is the name… … Wikipedia
μάγκικος — η, ο [μάγκας] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε μάγκα («μάγκικο φέρσιμο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μάγκικα οι μαγκιές … Dictionary of Greek
μαγκοφέρνω — φέρομαι σαν μάγκας, έχω μάγκικα φερσίματα … Dictionary of Greek
μαστόρικα — και μαστορικά και μαστορίτικα, τα συνθηματική γλώσσα από λέξεις που κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν άνθρωποι οι οποίοι ασκούν την ίδια τέχνη για να αστεΐζονται ή για να συνεννοούνται χωρίς να τούς καταλαβαίνουν οι άλλοι. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… … Dictionary of Greek